lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατευνάζω στα γαλλικά

Λέξη:
κατευνάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (35):
adoucir, alléger, apaiser, assoupir, assouvir, atténuer, calmer, calmir, commuer, contenter, déchagriner, désarmer, désenvenimer, désintéresser, désénerver, détendrent, estomper, flatter, gazer, humaniser, lénifier, mitiger, modérer, pacifier, pallier, placage, radoucir, rassurer, rasséréner, relâcher, satisfaire, soulager, tempérer, tranquilliser, velouter
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά κατευνάζω, κατευνάζω τα πνεύματα, κατευνάζω συνώνυμα, κατευνάζω αντωνυμο, κατευθύνω συνωνυμο, κατευθύνω βικιλεξικο, κατευνάζω στα γαλλικά, adoucir στα ελληνικά
κατευνάζω στα γαλλικά