lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατευνάζω στα ρωσικά

Λέξη:
κατευνάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (13):
облегчать, скрасить, скрашивать, смирять, смягчать, смягчить, удовлетворить, умерять, унять, успокаивать, успокоить, утолить, утолять
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά κατευνάζω, κατευνάζω τα πνεύματα, κατευνάζω συνώνυμα, κατευνάζω αντωνυμο, κατευθύνω συνωνυμο, κατευθύνω βικιλεξικο, κατευνάζω στα ρωσικά, облегчать στα ελληνικά
κατευνάζω στα ρωσικά