lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατευνάζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
κατευνάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (24):
abrandar, adormecer, aligeirar, aliviar, amaciar, amainar, aplacar, aquietar, atenuar, calmar, chamadas, cicatrizar, comutar, consolar, entulhar, mitigar, moderar, pacificar, saciar, satisfazer, serenar, suavizar, temperar, tranquilizar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά κατευνάζω, κατευνάζω τα πνεύματα, κατευνάζω συνώνυμα, κατευνάζω αντωνυμο, κατευθύνω συνωνυμο, κατευθύνω βικιλεξικο, κατευνάζω στα πορτογαλικά, abrandar στα ελληνικά
κατευνάζω στα πορτογαλικά