lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατευνάζω στα πολωνική

Λέξη:
κατευνάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (8):
ukoić, uśmierzać, uśmierzyć, uspokajać, uspokoić, zaspokoić, złagodzić, łagodzić
Σχετικές λέξεις:
πολωνική κατευνάζω, κατευνάζω τα πνεύματα, κατευνάζω συνώνυμα, κατευνάζω αντωνυμο, κατευθύνω συνωνυμο, κατευθύνω βικιλεξικο, κατευνάζω στα πολωνική, ukoić στα ελληνικά
κατευνάζω στα πολωνική