lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έσοδο στα λευκορωσίας

Λέξη:
έσοδο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (3):
даход, прыбаўленне, прырост
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας έσοδο, τεκμαρτό έσοδο, συνολικό έσοδο, οριακό έσοδο, μέσο έσοδο, δεδουλευμένο έσοδο, έσοδο στα λευκορωσίας, даход στα ελληνικά
έσοδο στα λευκορωσίας