lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έσοδο στα δανική

Λέξη:
έσοδο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (3):
fortjeneste, indkomst, indtægt
Σχετικές λέξεις:
δανική έσοδο, τεκμαρτό έσοδο, συνολικό έσοδο, οριακό έσοδο, μέσο έσοδο, δεδουλευμένο έσοδο, έσοδο στα δανική, fortjeneste στα ελληνικά
έσοδο στα δανική