lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έσοδο στα ιταλικά

Λέξη:
έσοδο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (10):
beneficio, entrata, gettito, incasso, prodotto, profitto, provento, reddito, rendita, utile
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά έσοδο, τεκμαρτό έσοδο, συνολικό έσοδο, οριακό έσοδο, μέσο έσοδο, δεδουλευμένο έσοδο, έσοδο στα ιταλικά, beneficio στα ελληνικά
έσοδο στα ιταλικά