lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έσοδο στα σουηδικά

Λέξη:
έσοδο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (2):
avkastning, inkomst
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά έσοδο, τεκμαρτό έσοδο, συνολικό έσοδο, οριακό έσοδο, μέσο έσοδο, δεδουλευμένο έσοδο, έσοδο στα σουηδικά, avkastning στα ελληνικά
έσοδο στα σουηδικά