lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έσοδο στα φινλανδικά

Λέξη:
έσοδο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (5):
ansio, hyöty, tulo, tuotto, voitto
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά έσοδο, τεκμαρτό έσοδο, συνολικό έσοδο, οριακό έσοδο, μέσο έσοδο, δεδουλευμένο έσοδο, έσοδο στα φινλανδικά, ansio στα ελληνικά
έσοδο στα φινλανδικά