lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έσοδο στα ουκρανικά

Λέξη:
έσοδο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (10):
ввезення, відсоток, дохід, доход, користь, послуга, прибутки, прибуток, приріст, процентний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά έσοδο, τεκμαρτό έσοδο, συνολικό έσοδο, οριακό έσοδο, μέσο έσοδο, δεδουλευμένο έσοδο, έσοδο στα ουκρανικά, ввезення στα ελληνικά
έσοδο στα ουκρανικά