lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έσοδο στα πορτογαλικά

Λέξη:
έσοδο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (8):
beneficio, ganância, lucro, provento, receita, renda, render, rendimento
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά έσοδο, τεκμαρτό έσοδο, συνολικό έσοδο, οριακό έσοδο, μέσο έσοδο, δεδουλευμένο έσοδο, έσοδο στα πορτογαλικά, beneficio στα ελληνικά
έσοδο στα πορτογαλικά