lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έσοδο στα γερμανικά

Λέξη:
έσοδο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (6):
einkommen, einnahme, erlös, ertrag, gewinn, verdienst
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά έσοδο, τεκμαρτό έσοδο, συνολικό έσοδο, οριακό έσοδο, μέσο έσοδο, δεδουλευμένο έσοδο, έσοδο στα γερμανικά, einkommen στα ελληνικά
έσοδο στα γερμανικά