lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ελαττώνω στα πορτογαλικά

Λέξη:
ελαττώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (8):
diminuir, reduzir, achatar, atenuar, cercear, mercar, minguar, reduzisse
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ελαττώνω, ελαττώνω συνωνυμα, ελαττώνω στα αγγλικα, ελαττώνω στα πορτογαλικά, diminuir στα ελληνικά
ελαττώνω στα πορτογαλικά