lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκίζω στα σουηδικά

Λέξη:
σκίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (14):
bäva, dallra, darra, draga, riva, ryck, rycka, ryckning, rysa, rysning, sarga, skälva, slita, splittra
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά σκίζω, σκίζω τη γάτα, σκίζω τα ρούχα μου, σκίζω συνώνυμα, σκίζω στα αγγλικά, σκίζω ρίζω το λεμόνι, σκίζω στα σουηδικά, bäva στα ελληνικά
σκίζω στα σουηδικά