lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανάπηρος στα νορβηγικά

Λέξη:
ανάπηρος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (10):
invalid, krøpling, ingenting, ubetydelig, ugyldig, uvedkommende, uvesentlig, uviktig, mangelfull, vanfør
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά ανάπηρος, συναισθηματικά ανάπηρος, ανάπηρος στα αγγλικά, ανάπηρος ορισμός, ανάπηρος ονειροκρίτης, ανάπηρος ζητιάνος έβγαλε πόδια, ανάπηρος στα νορβηγικά, invalid στα ελληνικά
ανάπηρος στα νορβηγικά