lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκίζω στα γερμανικά

Λέξη:
σκίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (15):
abgebröckelt, abgerissen, ablenken, abreißen, beben, losgehen, pflücken, reißen, schlottern, vibrieren, zerreißen, zerren, ziehen, zittern, zupfen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά σκίζω, σκίζω τη γάτα, σκίζω τα ρούχα μου, σκίζω συνώνυμα, σκίζω στα αγγλικά, σκίζω ρίζω το λεμόνι, σκίζω στα γερμανικά, abgebröckelt στα ελληνικά
σκίζω στα γερμανικά