lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μεραρχία στα πορτογαλικά

Λέξη:
μεραρχία (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (19):
brigada, compartimento, departamento, descompassais, destacamento, distribuais, distribuição, dividido, divisada, divisão, equipe, especialidade, filial, intervalo, participo, reparto, secção, sucursal, tropa
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά μεραρχία, μεραρχία τζούλια, μεραρχία ρόδου, μεραρχία πινερόλο, μεραρχία κρητών, μεραρχία καβάλας, μεραρχία στα πορτογαλικά, brigada στα ελληνικά
μεραρχία στα πορτογαλικά