lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανύπαντρος στα ουκρανικά

Λέξη:
ανύπαντρος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (13):
безоплатний, вакантний, відкритий, вільний, гарантований, заповнений, звільнений, легковажно, наявний, незайнятий, повний, ситий, цілий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ανύπαντρος, ανύπαντρος στα ουκρανικά, безоплатний στα ελληνικά
ανύπαντρος στα ουκρανικά