lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανύπαντρος στα σουηδικά

Λέξη:
ανύπαντρος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (8):
enslig, ogift, fri, långsam, ledig, lös, öppen, sävlig
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά ανύπαντρος, ανύπαντρος στα σουηδικά, enslig στα ελληνικά
ανύπαντρος στα σουηδικά