lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανύπαντρος στα δανική

Λέξη:
ανύπαντρος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (7):
ugift, fri, langsom, ledig, løs, lov, tom
Σχετικές λέξεις:
δανική ανύπαντρος, ανύπαντρος στα δανική, ugift στα ελληνικά
ανύπαντρος στα δανική