lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανύπαντρος στα πορτογαλικά

Λέξη:
ανύπαντρος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (8):
desencobrido, desequipado, desocupado, despejado, franco, lento, livre, vago
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ανύπαντρος, ανύπαντρος στα πορτογαλικά, desencobrido στα ελληνικά
ανύπαντρος στα πορτογαλικά