lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανύπαντρος στα ρωσικά

Λέξη:
ανύπαντρος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (9):
неженатый, холостой, волен, вольный, незанятый, открытый, пустой, свободен, свободный
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά ανύπαντρος, ανύπαντρος στα ρωσικά, неженатый στα ελληνικά
ανύπαντρος στα ρωσικά