lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανύπαντρος στα γερμανικά

Λέξη:
ανύπαντρος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (9):
ehelich, ledig, unverheiratet, frei, langsam, leer, los, offen, unbesetzt
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ανύπαντρος, ανύπαντρος στα γερμανικά, ehelich στα ελληνικά
ανύπαντρος στα γερμανικά