lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μισθοφόρος στα αγγλικά

Λέξη:
μισθοφόρος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (13):
chargeable, due, freelance, hackney, hack«, hired, hireling, mercenary, minuteman, paid, payable, stipendiary, wage-earning
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά μισθοφόρος, ο μισθοφόρος, μισθοφόρος στρατιώτης, μισθοφόρος ορισμός, επάγγελμα μισθοφόρος, μισθοφόρος στα αγγλικά, chargeable στα ελληνικά
μισθοφόρος στα αγγλικά