lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μισθοφόρος στα γαλλικά

Λέξη:
μισθοφόρος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (8):
mercenaire, stipendiaire, acquittable, échéant, payable, payant, remboursable, salarié
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά μισθοφόρος, ο μισθοφόρος, μισθοφόρος στρατιώτης, μισθοφόρος ορισμός, επάγγελμα μισθοφόρος, μισθοφόρος στα γαλλικά, mercenaire στα ελληνικά
μισθοφόρος στα γαλλικά