lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μισθοφόρος στα ιταλικά

Λέξη:
μισθοφόρος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (3):
mercenario, pagabile, pagante
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά μισθοφόρος, ο μισθοφόρος, μισθοφόρος στρατιώτης, μισθοφόρος ορισμός, επάγγελμα μισθοφόρος, μισθοφόρος στα ιταλικά, mercenario στα ελληνικά
μισθοφόρος στα ιταλικά