lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μισθοφόρος στα εσθονική

Λέξη:
μισθοφόρος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-εσθονική
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
εσθονική μισθοφόρος, ο μισθοφόρος, μισθοφόρος στρατιώτης, μισθοφόρος ορισμός, επάγγελμα μισθοφόρος, μισθοφόρος στα εσθονική, palgasõdur στα ελληνικά
μισθοφόρος στα εσθονική