lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μισθοφόρος στα πολωνική

Λέξη:
μισθοφόρος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (3):
najemnik, najemny, płatny
Σχετικές λέξεις:
πολωνική μισθοφόρος, ο μισθοφόρος, μισθοφόρος στρατιώτης, μισθοφόρος ορισμός, επάγγελμα μισθοφόρος, μισθοφόρος στα πολωνική, najemnik στα ελληνικά
μισθοφόρος στα πολωνική