lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μισθοφόρος στα τσεχική

Λέξη:
μισθοφόρος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (6):
najatý, námezdní, žoldák, žoldnéř, námezdný, splatný
Σχετικές λέξεις:
τσεχική μισθοφόρος, ο μισθοφόρος, μισθοφόρος στρατιώτης, μισθοφόρος ορισμός, επάγγελμα μισθοφόρος, μισθοφόρος στα τσεχική, najatý στα ελληνικά
μισθοφόρος στα τσεχική