lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μισθοφόρος στα λιθουανική

Λέξη:
μισθοφόρος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-λιθουανική
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
λιθουανική μισθοφόρος, ο μισθοφόρος, μισθοφόρος στρατιώτης, μισθοφόρος ορισμός, επάγγελμα μισθοφόρος, μισθοφόρος στα λιθουανική, samdinys στα ελληνικά
μισθοφόρος στα λιθουανική