lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μισθοφόρος στα γερμανικά

Λέξη:
μισθοφόρος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (8):
lohnarbeiter, tagelöhner, gedungen, gemietet, entgeltlich, fällig, gebührenpflichtig, zahlbar
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά μισθοφόρος, ο μισθοφόρος, μισθοφόρος στρατιώτης, μισθοφόρος ορισμός, επάγγελμα μισθοφόρος, μισθοφόρος στα γερμανικά, lohnarbeiter στα ελληνικά
μισθοφόρος στα γερμανικά