lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ωρύομαι στα αλβανικά

Λέξη:
ωρύομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-αλβανικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
αλβανικά ωρύομαι, ωρύομαι κλιση, ωρύομαι ετυμολογία, ωρύομαι στα αλβανικά, pëllet στα ελληνικά
ωρύομαι στα αλβανικά