lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ωρύομαι στα σουηδικά

Λέξη:
ωρύομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (5):
böla, dån, ropa, ryta, vråla
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά ωρύομαι, ωρύομαι κλιση, ωρύομαι ετυμολογία, ωρύομαι στα σουηδικά, böla στα ελληνικά
ωρύομαι στα σουηδικά