lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ωρύομαι στα ουγγρική

Λέξη:
ωρύομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (3):
bőgni, ordítani, üvölt
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική ωρύομαι, ωρύομαι κλιση, ωρύομαι ετυμολογία, ωρύομαι στα ουγγρική, bőgni στα ελληνικά
ωρύομαι στα ουγγρική