lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ωρύομαι στα τσεχική

Λέξη:
ωρύομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (10):
bučet, burácet, dunět, hučet, hulákat, hýkat, řičet, řvát, skučet, výt
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ωρύομαι, ωρύομαι κλιση, ωρύομαι ετυμολογία, ωρύομαι στα τσεχική, bučet στα ελληνικά
ωρύομαι στα τσεχική