lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ωρύομαι στα φινλανδικά

Λέξη:
ωρύομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (2):
ammua, kiljua
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά ωρύομαι, ωρύομαι κλιση, ωρύομαι ετυμολογία, ωρύομαι στα φινλανδικά, ammua στα ελληνικά
ωρύομαι στα φινλανδικά