lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ωρύομαι στα δανική

Λέξη:
ωρύομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (3):
bølg, brøle, dån
Σχετικές λέξεις:
δανική ωρύομαι, ωρύομαι κλιση, ωρύομαι ετυμολογία, ωρύομαι στα δανική, bølg στα ελληνικά
ωρύομαι στα δανική