lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ωρύομαι στα γαλλικά

Λέξη:
ωρύομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (12):
barrir, beugler, braire, chialer, gronder, hurler, meugler, mugir, raire, rauquer, rugir, vociférations
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά ωρύομαι, ωρύομαι κλιση, ωρύομαι ετυμολογία, ωρύομαι στα γαλλικά, barrir στα ελληνικά
ωρύομαι στα γαλλικά