lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ωρύομαι στα ρωσικά

Λέξη:
ωρύομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (3):
реветь, рычать, рявкать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά ωρύομαι, ωρύομαι κλιση, ωρύομαι ετυμολογία, ωρύομαι στα ρωσικά, реветь στα ελληνικά
ωρύομαι στα ρωσικά