lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συσκευή στα βουλγαρικά

Λέξη:
συσκευή (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (4):
прибор, орган, приспособление, организация
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά συσκευή, συσκευή συρμάτωσης πλαισίων, συσκευή ποπ κορν, συσκευή παρακολούθησης μωρού, συσκευή μόνιμης αποτρίχωσης, συσκευή μασάζ, συσκευή στα βουλγαρικά, прибор στα ελληνικά
συσκευή στα βουλγαρικά