lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συσκευή στα ουγγρική

Λέξη:
συσκευή (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (13):
apparátus, berendezés, felszerelés, hozzávaló, kellék, készlet, készülék, műszer, orgona, rendberakás, szerek, szerv, érzékszerv
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική συσκευή, συσκευή συρμάτωσης πλαισίων, συσκευή ποπ κορν, συσκευή παρακολούθησης μωρού, συσκευή μόνιμης αποτρίχωσης, συσκευή μασάζ, συσκευή στα ουγγρική, apparátus στα ελληνικά
συσκευή στα ουγγρική