lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συσκευή στα λευκορωσίας

Λέξη:
συσκευή (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (9):
апарат, машына, прыбор, прыстасаванне, прыстасоўванне, абсталяванне, майстраванне, прыладжванне, прыстройванне
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας συσκευή, συσκευή συρμάτωσης πλαισίων, συσκευή ποπ κορν, συσκευή παρακολούθησης μωρού, συσκευή μόνιμης αποτρίχωσης, συσκευή μασάζ, συσκευή στα λευκορωσίας, апарат στα ελληνικά
συσκευή στα λευκορωσίας