lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συσκευή στα πορτογαλικά

Λέξη:
συσκευή (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (9):
aparato, aparelho, instrumento, máquina, órgão, artefacto, artificio, dispositivo, mecanismo
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά συσκευή, συσκευή συρμάτωσης πλαισίων, συσκευή ποπ κορν, συσκευή παρακολούθησης μωρού, συσκευή μόνιμης αποτρίχωσης, συσκευή μασάζ, συσκευή στα πορτογαλικά, aparato στα ελληνικά
συσκευή στα πορτογαλικά