lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συσκευή στα ιταλικά

Λέξη:
συσκευή (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (17):
aggiustamento, apparato, apparecchio, arnese, attrezzo, congegno, dispositivo, impianto, insediamento, installazione, meccanismo, ordigno, ordinamento, organizzazione, organo, strumento, utensile
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά συσκευή, συσκευή συρμάτωσης πλαισίων, συσκευή ποπ κορν, συσκευή παρακολούθησης μωρού, συσκευή μόνιμης αποτρίχωσης, συσκευή μασάζ, συσκευή στα ιταλικά, aggiustamento στα ελληνικά
συσκευή στα ιταλικά