lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κληροδοτώ στα γαλλικά

Λέξη:
κληροδοτώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (11):
administrer, assigner, chroniquer, communiquer, céder, enregistrer, inoculer, inscrire, léguer, noter, prescrire
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά κληροδοτώ, κληροδοτώ το τίποτα σε κανέναν '', κληροδοτώ κληρονομώ, κληροδοτώ ετυμολογία, κληροδοτώ βικιλεξικό, κληροδοτώ αντώνυμα, κληροδοτώ στα γαλλικά, administrer στα ελληνικά
κληροδοτώ στα γαλλικά