lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κληροδοτώ στα ισπανικά

Λέξη:
κληροδοτώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (14):
anotar, apuntar, deferir, enrolarse, entrar, entregar, ingresar, inscribir, inscribirse, legar, matricular, matricularse, prescribir, registrar
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά κληροδοτώ, κληροδοτώ το τίποτα σε κανέναν '', κληροδοτώ κληρονομώ, κληροδοτώ ετυμολογία, κληροδοτώ βικιλεξικό, κληροδοτώ αντώνυμα, κληροδοτώ στα ισπανικά, anotar στα ελληνικά
κληροδοτώ στα ισπανικά