lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κληροδοτώ στα ουγγρική

Λέξη:
κληροδοτώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (5):
továbbít, beiratkozik, feliratkozik, beírni, felírni
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική κληροδοτώ, κληροδοτώ το τίποτα σε κανέναν '', κληροδοτώ κληρονομώ, κληροδοτώ ετυμολογία, κληροδοτώ βικιλεξικό, κληροδοτώ αντώνυμα, κληροδοτώ στα ουγγρική, továbbít στα ελληνικά
κληροδοτώ στα ουγγρική