lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κληροδοτώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
κληροδοτώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (9):
legar, afiliar, alistar, anotar, inscrever, inscrevia, matricular, escribas, registrar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά κληροδοτώ, κληροδοτώ το τίποτα σε κανέναν '', κληροδοτώ κληρονομώ, κληροδοτώ ετυμολογία, κληροδοτώ βικιλεξικό, κληροδοτώ αντώνυμα, κληροδοτώ στα πορτογαλικά, legar στα ελληνικά
κληροδοτώ στα πορτογαλικά