lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κληροδοτώ στα ρωσικά

Λέξη:
κληροδοτώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (12):
завещать, записать, записывать, исписать, исписывать, надписывать, отписать, передать, передоверить, перепоручить, сдать, транслировать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά κληροδοτώ, κληροδοτώ το τίποτα σε κανέναν '', κληροδοτώ κληρονομώ, κληροδοτώ ετυμολογία, κληροδοτώ βικιλεξικό, κληροδοτώ αντώνυμα, κληροδοτώ στα ρωσικά, завещать στα ελληνικά
κληροδοτώ στα ρωσικά