lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κληροδοτώ στα νορβηγικά

Λέξη:
κληροδοτώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (9):
anvise, overdra, overlate, overrekke, testamentere, innmelde, innskrive, opptegne, notere
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά κληροδοτώ, κληροδοτώ το τίποτα σε κανέναν '', κληροδοτώ κληρονομώ, κληροδοτώ ετυμολογία, κληροδοτώ βικιλεξικό, κληροδοτώ αντώνυμα, κληροδοτώ στα νορβηγικά, anvise στα ελληνικά
κληροδοτώ στα νορβηγικά